- μετέλλου
- μετά , ἐν-λόωlǎvopres imperat act 2nd sgμετά , ἐν-λόωlǎvoimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)μετά , ἐν-λούωlǎvoimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μετέλλου — Μέτελλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
πολύχαρμος — Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον Πλίνιο, ήταν ο κατασκευαστής δύο μαρμάρινων αγαλμάτων της Αφροδίτης, που την παρουσίαζαν να λούζεται ορθή. Αντίγραφα των έργων θεωρούνται δύο αγάλματα που βρίσκονται στη στοά της Οκταβίας στη Ρώμη από τα… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ασίνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γάιος Πολλίων (76 π.Χ. – 5 μ.Χ.). Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός. Φίλος του ποιητή Κατούλλου, υποστηρικτής του Ιουλίου Καίσαρα στον εμφύλιο πόλεμο και αργότερα του Αντωνίου, ο οποίος τον διόρισε… … Dictionary of Greek
Δίαιος ο Μεγαλοπολίτης — (2ος αι. π.Χ.). Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διαδέχτηκε τον στρατηγό Μεναλκίδα στην αρχηγία των Αχαιών. Ο Μεναλκίδας είχε κατηγορηθεί ότι προσπάθησε να αποσπάσει τη Σπάρτη από τη Συμπολιτεία όταν τον έστειλαν πρέσβη στη Ρώμη, την εποχή του … Dictionary of Greek
Πασιτέλης — (1ος αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας γλύπτης από τη Μεγάλη Ελλάδα. Έγινε Ρωμαίος πολίτης το 89 π.Χ. και έζησε στη Ρώμη, όπου υπήρχαν διάφορα έργα του. Κατασκεύασε ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία για τον ναό του Μετέλλου στη Ρώμη, εργαζόταν όμως και… … Dictionary of Greek